- ριξιμιός
- -ιά, -ό, Ν1. ριγμένος, πεταμένος2. το ουδ. ως ουσ. το ριξιμιότο βρέφος που τό έχουν ρίξει, το έκθετο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριξ- τού αορ. έ-ριξ-α τού ρίχνω + κατάλ. -ιμιός (πρβλ. βαφτισ-ιμιός, ριζ-ιμιός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραριξιμιός — ιά, ιό 1. αυτός που τόν έχουν πετάξει στην άκρη και δεν τόν χρησιμοποιούν ή δεν ενδιαφέρονται γι αυτόν, παραμελημένος, παραγκωνισμένος 2. παροιμ. «παραριξιμιό καράβι σε αγαθό λιμάνι αράζει» λέγεται για απροσδόκητη σωτηρία ατόμου που βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek